- λιθέα
- λιθέᾱ , λίθεοςof stonefem nom/voc/acc dualλιθέᾱ , λίθεοςof stonefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιθέας — λιθέᾱς , λίθεος of stone fem acc pl λιθέᾱς , λίθεος of stone fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθέαν — λιθέᾱν , λίθεος of stone fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθεία — και λιθέα, ἡ (ΑM Μ και λιθία) [λίθος] 1. είδος λίθου ή μαρμάρου για οικοδόμηση 2. πολύτιμος λίθος ή σύνολο πολύτιμων λίθων («φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυστάλλων», Στράβ.) … Dictionary of Greek